περιεστραμμένος

περιεστραμμένος
περϊεστραμμένος , περιστρέφω
whirl round
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …   Dictionary of Greek

  • περιεστραμμένως — Α επίρρ. κυκλικά, με περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεστραμμένος τού περιστρέφω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”